- αρχαΐζω
- -άισα, μιμούμαι τους αρχαίους, κυρίως στη γλώσσα: Η γλώσσα που μεταχειρίζεται στο βιβλίο του αρχαΐζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρχαΐζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρχαΐζω — (Α ἀρχαΐζω) νεοελλ. μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες αρχ. 1. μιμούμαι τους αρχαίους 2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος. ΠΑΡ. αρχαϊσμός νεοελλ. αρχαϊστής] … Dictionary of Greek
εξαρχαΐζω — [αρχαΐζω] κάνω κάτι αρχαϊκό, αρχαιοπρεπές, τού δίνω την αρχαία μορφή … Dictionary of Greek
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek
αρχαιολογώ — ἀρχαιολογῶ ( έω) (Α) 1. μιλώ για πράγματα αρχαία ή ξεχασμένα και ασαφή 2. αρχαΐζω* 3. «ἱστορία ἀρχαιολογουμένη» ιστορία που εξετάζεται κυρίως από την αρχαιολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + λογώ ( έω) < λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… … Dictionary of Greek
αρχαϊστής — ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του αρχαϊσμούς 2. εκείνος που μιμείται αρχαϊκά πρότυπα στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Π. Χιώτη] … Dictionary of Greek
αρχαϊστικός — ή, ό (και όν) αυτός που μιμείται ή θυμίζει αρχαία πρότυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω ή < αρχαϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμανουήλ Ροΐδη] … Dictionary of Greek
μανδραρχαΐζω — (Μ) διοικώ μοναστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάνδρα / μανδρεῖον + ἀρχαΐζω (< ἀρχή)] … Dictionary of Greek
δημοτικίζω — χρησιμοποιώ τη δημοτική προφορικά και γραπτά, είμαι φίλος της δημοτικής. Αντίθ. αρχαΐζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)